- ρέγγα
- (clupea harengus). Τελεόστεο ψάρι. Το σώμα της είναι ατρακτοειδές με πρασινωπά λέπια, πολύ σκούρα στη ράχη και ασημόχρωμα στην κοιλιά. Το ακμαίο άτομο έχει μήκος 30-35 εκ. Ζει κατά μεγάλα κοπάδια που πλησιάζουν τις ακτές μεταξύ Απριλίου και Ιουνίου· αυτήν ακριβώς την περίοδο αλιεύεται εντατικά. Η ρ. αποτελεί σπουδαία τροφή για τους λαούς της βόρειας Ευρώπης, όπου καταναλώνεται φρέσκια, παστωμένη ή καπνιστή. Η ρ. και τα διάφορα υποείδη της είναι διαδομένη σε πολλές θάλασσες, ιδιαίτερα σε εκείνες που περιβάλλουν την Ασία και τη Βόρεια Ευρώπη, αλλά απαντάται επίσης και στα νερά του Ατλαντικού και του Ειρηνικού, κατά μήκος των ακτών της Βόρειας και Νότιας Αμερικής. Στη Μεσόγειο αντίθετα ουσιαστικά δεν υπάρχουν, εκτός από μικρό αριθμό στην περιοχή του Γιβραλτάρ.
Οι ρέγγες (clupea harengus) ζουν συνήθως στα ψυχρά νερά και με μέτριο μάλλον βαθμό αλμυρότητας.
* * *και ρέγκα, η, Ν1. ζωολ. κοινή ονομασία τού μεγάλης οικονομικής σημασίας ψαριού Chupea harengus2. μτφ. πολύ αδύνατη γυναίκα.[ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. renga].
Dictionary of Greek. 2013.